Dictionary of Greek. 2013.
ρίγωμα — και ρήγωμα, το, Ν [ριγώνω / ρηγώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ριγώνω … Dictionary of Greek
ριγώνω — και ρηγώνω Ν [ρίγα / ρήγα] σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, χαρακώνω … Dictionary of Greek